- ηλιαστής
- οδικαστής του αρχαίου δικαστηρίου της Ηλιαίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηλιαστής — ἡλιαστής, ὁ (Α) [ηλιάζομαι] 1. δικαστής που αποτελούσε μέλος τού δικαστηρίου τής ηλιαίας 2. (γλώσσ.) γναφέας*, λευκαντής μαλλιών ή μάλλινων υφασμάτων … Dictionary of Greek
ἡλιαστής — fuller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гелиаст — (ήλιαστής) афинский судья присяжный, член гелиэи (см.) … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἡλιασταῖς — ἡλιαστής fuller masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιασταί — ἡλιαστής fuller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιαστοῦ — ἡλιαστής fuller masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιαστῶν — ἡλιαστής fuller masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιαστά — ἡλιαστά̱ , ἡλιαστής fuller masc nom/voc/acc dual ἡλιαστής fuller masc voc sg ἡλιαστής fuller masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιαστάς — ἡλιαστά̱ς , ἡλιαστής fuller masc acc pl ἡλιαστά̱ς , ἡλιαστής fuller masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
heliasta — heliasta. (Del gr. ἡλιαστής). m. Miembro de un tribunal ateniense que se reunía en la plaza Heliea al salir el Sol … Enciclopedia Universal